-
1 προστασία
η1) защита, охрана; покровительство; заступничество;προστασία της εργασίας — охрана труда;
προστασία της υγείας — здравоохранение;
αναλαβαίνω την προστασία — а) вставать на защиту; — б) обяз'аться защищать;
ζητώ προστασία — искать защиты;
παίρνω υπό την προστασίαν μου — брать под своё покровительство, под свою защиту, защищать;
έχω υπό την προστασία μου — покровительствовать (кому-л.);
μένω δίχως προστασία — оставаться беззащитным;
2) протекция;3) воен, прикрытие; охранение; обеспечение;αεροπορική προστασία — прикрытие с воздуха;
υπό την προστασίαν — под прикрытием...; — под защитой...
См. также в других словарях:
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
αναλαμβάνω — και αναλαβαίνω ανάλαβα, και ανέλαβα, αναλήφθηκα, ανειλημμένος 1. μτβ., παίρνω πάνω μου, στα χέρια μου: Την υπόθεση ανάλαβε ο δικηγόρος. 2. αμτβ., ανακτώ τις δυνάμεις μου, δυναμώνω: Ανάλαβε πια εντελώς από την αρρώστια. 3. ο παθ. αόρ., αναλήφθηκα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)